σελοποιός

σελοποιός
ο
αυτός που κατασκευάζει σέλες.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σαράτσης — ο, Ν κατασκευαστής εφιππίων, ο σελοποιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. sarac] …   Dictionary of Greek

  • σελλάριος — ὁ, Α 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σέλα 2. κατασκευαστής σελών, σελοποιός 3. αξιωματικός τού ιππικού, σελλαριώτης* 4. άλογο ιππασίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. sellarius (< sella, βλ. σέλλα)] …   Dictionary of Greek

  • σελάς — ο σελοποιός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”